- κουτσούρα
- ηχοντρό καυσόξυλο, κούτσουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσουρο + μεγεθ. κατάλ. -α- (πρβλ. καλύβ-α, κουτάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
αμπελοκουτσούρα — η κορμός κλήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κούτσουρα, μεγεθ. τού κούτσουρο] … Dictionary of Greek
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek
θρακώνω — [θράκα] 1. (για καύσιμα είδη) καίγομαι ολότελα, γίνομαι θράκα, χωνεύω («θράκωσαν τα κούτσουρα») 2. (για μη καύσιμα είδη) απανθρακώνομαι («θράκωσαν τα κάστανα») … Dictionary of Greek
κούτσουρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 69 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, Ν της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου. 2. Πεδινός οικισμός (50 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
μυκητόν — μυκητόν, τὸ (Α) πιθ. αγρός γεμάτος με κούτσουρα ελαιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύκης] … Dictionary of Greek
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
σιττίδες — Οικογένεια πουλιών, που είναι γνωστά στη χώρα μας με τα κοινά ονόματα τσοπανάκος, σφυριχτής κλπ. Είναι πολύ ευκίνητα μικρόσωμα πουλιά και είναι τα μόνα που μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στους κορμούς των δέντρων, με τη βοήθεια των δυνατών… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek